αραμαϊκός

αραμαϊκός
-ή, -ό
αυτός που έχει να κάνει με τους Αραμαίους· το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., τα αραμαϊκά η αραμαϊκή γλώσσα: Ο Χριστός και οι μαθητές του μιλούσαν αραμαϊκά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αραμαϊκός — ή, ό 1. ο σχετικός με τους Αραμαίους 2. το θηλ. ως ουσ. η σημιτική γλώσσα (συγγενής με την εβραϊκή) …   Dictionary of Greek

  • Ατάργατις — Συριακή θεότητα που ταυτιζόταν με τη Γη. Ονομαζόταν επίσης Αταγάνθη ή Αταργάτη. Ο αραμαϊκός τύπος Ταρατά βρίσκεται στο ιερό βιβλίο των Εβραίων Ταλμούδ. Οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι την ονόμαζαν Δερκετώ και την ταύτιζαν με την Αφροδίτη. Αντιστοιχούσε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”