- αραμαϊκός
- -ή, -όαυτός που έχει να κάνει με τους Αραμαίους· το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., τα αραμαϊκά η αραμαϊκή γλώσσα: Ο Χριστός και οι μαθητές του μιλούσαν αραμαϊκά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.